- ίανθος
- το (ΑΜ ἴανθος)τα άνθη τού φυτού ίον, βιολέτα ή μενεξές.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάνθινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἴανθος — violet coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίανθον — ἴανθον, τὸ (Α) 1. ίανθος 2. το μενεξεδί ή βιολετί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ίανθος] … Dictionary of Greek
Саламин — У этого термина существуют и другие значения, см. Саламин (значения). Саламин … Википедия
ιάνθινος — η, ο (Α ἰάνθινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιανθίνη ζωολ. πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο τής οικογένειας janthinidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίον «βιολέτα» + επίθ. άνθινος (< άνθος). Από το ιάνθινος… … Dictionary of Greek
ἴανθον — violet coloured neut nom/voc/acc sg ἴανθος violet coloured masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)